-
1 κελευσκή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευσκή
-
2 κελευσματικῶς
κελευσ-ματικῶς, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευσματικῶς
-
3 κελευσμοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευσμοσύνη
-
4 κελευσμός
κελευσ-μός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευσμός
-
5 κελευστέον
A one must order, Gal. 17(2).171.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευστέον
-
6 κελευστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευστής
-
7 κελευστικός
A hortatory:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευστικός
-
8 κελευστός
A ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελευστός
-
9 κέλευστρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέλευστρα
-
10 κελεύστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελεύστωρ
-
11 κελεύω
1 bid c. acc. & inf. πέμποισ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος (sc. Πιτάνα) O. 6.32 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἀπόλλων) O. 6.70 ἐκέλευσεν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (Mosch.: (ἐ) κέλευσε codd.) O. 7.64σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν N. 4.80
Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (Lobel: κέλευε Π̆{ac}: ἐκέλευσε Π̆{pc}) fr. 169. 45. ] α κέλευσ' ι[ P. Oxy. 1792 fr. 34.
См. также в других словарях:
κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… … Dictionary of Greek